-
1 τηλικόσδ'
τηλικόσδε, τηλικόσδεof such an age: masc nom sg -
2 τηλικόσδε
τηλῐκόσδε, ήδε, όνδε, and [full] τηλῐκοῦτος, αύτη, οῦτον (also τηλικοῦτος as fem., S.OC 751, El. 614; and - οῦτο in neut., Alex.244), strengthd. forms of τηλίκος (as ὅδε, οὗτος of ὁ, τημοῦτος of τῆμος,A v. οὗτος A); the latter being more common in Prose:I of persons, of such an age, usu. meaning so old, with a part.,τηλικόσδ' ὤν E.Alc. 643
, cf. Pl.Ap. 34e, etc.;γεγῶσα τηλικήδ' ὅμως E.Fr. 533
;τηλικοῦτος ὤν Ar.Eq. 881
, Antiph.261, Pl.Grg. 489b, etc.: without part., τηλικόσδε, τηλικοῦτος, S.OC 735, El. 614; νοῦς τηλικοῦτος the mind of one so old as he is, Id.Ant. 767;τηλικῷδε ἀνθρώπῳ Pl.Ap. 37d
: pleonast.,τηλικοίδε γέροντες ἄνδρες Id.Cri. 49a
(s.v.l.): with Art., , v. infr. 3.2 of degrees of youth, so young, τηλικάσδ' ὁρῶν πάντων ἐρήμους girls of so tender age, S. OT 1508, cf. OC 1116; ἀεί σε κηδεύουσα.. τηλικοῦτος ib. 751;ὃν εἰ τηλικοῦτον ὄντα ἀπεκτείνατε.. Lys.14.16
, cf. Pl.R. 378d, Prt. 361e.3 repeated in opp. senses, οἱ τηλικοίδε καὶ διδαξόμεσθα δὴ φρονεῖν ὑπ' ἀνδρὸς τηλικοῦδε τὴν φύσιν; shall we old as we are take lessons forsooth from one so young? S.Ant. 726; σὺ ἐμοῦ σοφώτερος εἶ τηλικούτου ὄντος τηλικόσδε ὤν you though so young are wiser than I though so old, Pl.Ap. 25d.II so great, so large, = τόσος, τοσόσδε, ἐμὲ τηλικόνδε ὄντα the size I am, Id.Tht. 155b;τ. κακά Lyc.819
, cf. Ath.9.380d; τὰ τ. Pl.Ax. 370c: mostly in the stronger form, ἡ τηλικαύτη [πόλις] Id.R. 423b; ἀνὴρ τ. ὤν being so great, X.HG6.4.31; ἡ τ. ἀρχή, τ. ἔχθρα, Pl.Lg. 755b, 928e; τ. κακά, τ. ἀγαθόν, X.Mem.2.1.5, 4.4.8; τ. [ἀδικήματα] D.18.13;τ. τιμωρίαι Aeschin.1.173
;πεπραγμένα τ. τὸ μέγεθος Isoc.5.151
, cf. 98;τηλικαύτην βλάβην PCair.Zen.378.11
(iii B.C.):— τηλικοῦτος is freq. conjoined with τοιοῦτος and τοσοῦτος, νησύδρια τοιαῦτα καὶ τ. so small, Isoc.12.70;τ. καὶ τοιοῦτον σύστημα Pl.Lg. 686b
;τ. καὶ τοσοῦτος θεός Id.Smp. 177a
;τοσοῦτοι καὶ τ. θόρυβοι Aeschin.1.174
;τ. καὶ τοσαῦτ' ἀγαθά D.19.24
;οἱ τ. καὶ τοιοῦτοι τῷ γένει Men.Epit. 120
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλικόσδε
См. также в других словарях:
τηλικόσδ' — τηλικόσδε , τηλικόσδε of such an age masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλικόσδε — ήδε, όνδε, Α 1. αυτός που έχει τέτοια ηλικία (α. «ὅς τηλικόσδ ὤν κἀπὶ τέρμ ἥκων βίου», Ευρ. β. «τηλικοίδε γέροντες ἄνδρες», Πλάτ. γ. «τηλικάσδ ὁρῶν πάντων ἐρήμους», Σοφ.) 2. τόσο μεγάλος («ἐμὲ τηλικόνδε ὄντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλίκος*, κατά … Dictionary of Greek